προεκκείμενα

προεκκείμενα
προεκκείμενα , πρό-ἔκκειμαι
to be cast out
perf part mp neut nom/voc/acc pl
προεκκείμενα , πρό-ἔκκειμαι
to be cast out
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προεκκειμένας — προεκκειμένᾱς , πρό ἔκκειμαι to be cast out perf part mp fem acc pl προεκκειμένᾱς , πρό ἔκκειμαι to be cast out perf part mp fem gen sg (doric aeolic) προεκκειμένᾱς , πρό ἔκκειμαι to be cast out pres part mp fem acc pl προεκκειμένᾱς , πρό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”